Σε πλείστες περιπτώσεις που έχουν βρεθεί πολίτες σε Αστυνομικό Τμήμα προκειμένου να υποβάλλουν μήνυση σε βάρος κάποιου έτερου προσώπου στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας,
«απειλούνται» σκοπίμως από τον καταγγελλόμενο πως θα μηνυθούν και εκείνοι για ψευδή καταμήνυση προκειμένου να περάσουν «μαζί» την αυτόφωρη διαδικασία. Για αυτό το λόγο στην πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιπτώσεων οι μηνυτές αναβάλλουν την κατάθεση της μηνύσεώς τους ή ακόμα και παραιτούνται απ’ αυτήν προκειμένου να μην υποστούν τη βάσανο του αυτοφώρου και εκείνοι ως μηνυόμενοι πλέον. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμα και αν καταθέσουν την μήνυσή τους απευθείας στην Εισαγγελία μετά την πάροδο του αυτοφώρου, ενδεχομένως πολλά κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία να μην μπορούν πλέον να συλλεγούν, όπως για παράδειγμα γίνεται στην πράξη με τους αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι αν δεν καταθέσουν εκείνη τη στιγμή στο Αστυνομικό Τμήμα μετά συνήθως τυγχάνουν άφαντοι. Σε αυτήν την τρόπον τινά «κατάχρηση» δικαιώματος εκ μέρους των καταγγελλομένων έβαλε τέλος η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με την με αριθμό (16/7.7.23) Εγκύκλιό της η οποία έχει ως ακολούθως:
«Σε πολλές περιπτώσεις συλλήψεως κατηγορουμένου κατά την αυτόφωρη διαδικασία, μετά από έγκληση μηνυτή-παθόντος, η άμυνα του κατηγορουμένου είναι να υποβάλει και αυτός έγκληση κατά του παθόντος για ψευδή καταμήνυση, ώστε να συλληφθούν και οι δύο και να οδηγηθούν στα πλαίσια του αυτοφώρου στον αρμόδιο εισαγγελέα.
Μάλιστα πολλές φορές ο κατηγορούμενος μετά την σύλληψη, απειλεί τον παθόντα-μηνυτή ότι θα υποβάλει και αυτός έγκληση για να αποφύγει την διαδικασία και την ταλαιπωρία του αυτοφώρου, στην οποία υποβάλλεται αδίκως, λόγω της προφανούς ψευδούς καταμηνύσεώς του από τον κατηγορούμενο για ψευδή καταμήνυση, στην πράξη δηλαδή πολλοί παθόντες-μηνυτές , για να μην υποστούν αυτή την ταλαιπωρία του κρατητηρίου αποσύρουν τις μηνύσεις τους ακόμα και για σοβαρά σε βάρος τους αδικήματα, κάτι που συνιστά κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων που έχει ο κάθε παθών καθώς και έμμεση παρεμπόδιση των δικαιωμάτων που του δίδει το Σύνταγμα να καταμηνύσει για παράνομη σε βάρος του συμπεριφορά.
Κατόπιν των ανωτέρω σε κάθε περίπτωση που στα πλαίσια της αυτοφώρου διαδικασίας υποβάλλεται από τον κατηγορούμενο έγκληση κατά του παθόντος-μηνυτή για ψευδή καταμήνυση, θα πρέπει ο εισαγγελέας υπηρεσίας να ενημερώνεται υποχρεωτικά, άμεσα και αμελλητί, προκειμένου να κρίνει αμέσως περί της κρατήσεως και ακολουθήσεως της αυτοφώρου διαδικασίας για τον παθόντα μηνυτή ή της ελευθερώσεώς του».
Είναι ζήτημα πλέον του αρμόδιου Εισαγγελία να κρίνει με γνώμονα τα πραγματικά περιστατικά και την βαρύτητα του κάθε αδικήματος αν και κατά πόσο η μήνυση του καταγγελόμενου για ψευδή καταμήνυση θα ακολουθήσει την αρχική μήνυση σε βάρος του με την αυτόφωρη διαδικασία ή θα δικαστεί σε τακτική δικάσιμο, ήτοι σε ξεχωριστή ημερομηνία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εισαγγελική παρέμβαση θα διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ των δύο εμπλεκομένων έτσι ώστε και ο μηνυτής να ασκεί το δικαίωμά του απερίσπαστος και ο μηνυόμενος να μην καταχράται των δικών του δικαιωμάτων. Σε πλείστες περιπτώσεις εμπλέκονται πολίτες σε μηνύσεις εκατέρωθεν ακόμα και για ασήμαντους λόγους, πόσο μάλλον όταν υπάρχει ουσιαστική βασιμότητα στα καταγγελλόμενα και δεν μπορεί να ασκηθεί μήνυση λόγω του φόβου του αυτοφώρου. Κάθε πολίτης σε μία δύσκολη στιγμή πρέπει να γνωρίζει τα δικαιώματα του και πως να τα ασκήσει!!!
EMAIL: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.