Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

Ένα ερώτημα που ταλανίζει - κυρίως τα τελευταία έτη- έναν δυνητικό αγοραστή αυτοκινήτου,είναι η αγορά ή χρηματοτοδοτική μίσθωση (Leasing) ενός οχήματος. Αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί πολλά χρόνια πίσω στην Ευρωπαϊκή αγορά αυτοκινήτου.

Ο Ευρωπαίος δεν έχει αυτό το συναίσθημα της ιδιοκτησίας όπως το έχει ο Έλληνας καταναλωτής. Είναι όμως τελικά πιο συμφέρον να κάνουμε χρηματοδοτική μίσθωση (Leasing) σε ένα όχημα από το να προβούμε στην αγορά του?

Ας εξετάσουμε τα πλεονεκτήματα μίας αγοράς οχήματος εν αντιθέσει της μίσθωσης (Leasing).

 leasing

 

Με βάση τα άνωθι, πλεονέκτημα κερδίζει η χρηματοτοδοτική μίσθωση (Leasing). Όμως έχει και τα μειονεκτήματά του.

C1.jpg


Σύγκριση κόστους

Το τι σημαίνει leasing μπορεί να γίνει κατανοητό με ένα απλό παράδειγμα: Επιλέγετε το αυτοκίνητο της αρεσκείας σας. Ένα βενζινοκίνητο που εξασφαλίζει χαμηλή κατανάλωση έχει τιμή λιανικής με το κλειδί στο χέρι 21.400 ευρώ. Όποιος επιλέξει να το αγοράσει θα πρέπει να καταβάλει εφάπαξ αυτό το ποσό ή να το εξασφαλίσει μέσω ενός δανείου, το οποίο όμως θα ανεβάσει τον τελικό λογαριασμό λόγω των τόκων. Επίσης, η επιλογή της αγοράς συνεπάγεται ότι θα πρέπει να καταβάλλονται η ασφάλεια του αυτοκινήτου, τα τέλη κυκλοφορίας και τα έξοδα συντήρησης του οχήματος. Για το ίδιο όχημα, αν ο ενδιαφερόμενος επιλέξει το leasing, θα πρέπει να πληρώσει μια προκαταβολή της τάξεως των 4.100 ευρώ, αλλά και μηνιαίο μίσθωμα 265 ευρώ για τέσσερα χρόνια. Στην περίπτωση της αγοράς, αν υποτεθεί ότι το ετήσιο κόστος για ασφάλεια, τέλη κυκλοφορίας και έξοδα συντήρησης (πλην καυσίμων) είναι 1.000 ευρώ τον χρόνο, τότε ο τελικός λογαριασμός θα βγει, στην τετραετία, περίπου στα 25.400 ευρώ. Με το leasing, στο ίδιο χρονικό διάστημα ο καταναλωτής θα έχει καταβάλει περίπου 17.000 ευρώ. Αυτά είναι τα οικονομικά δεδομένα και βάσει αυτών λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις:

Στην περίπτωση της αγοράς, ο οδηγός έχει πληρώσει περισσότερα χρήματα (25.400 ευρώ έναντι 17.000 ευρώ), αλλά στο τέλος της τετραετίας έχει ένα όχημα στην πλήρη κατοχή του, το οποίο μπορεί είτε να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί είτε να το πουλήσει. Η αξία μεταπώλησης εξαρτάται από τις συνθήκες που θα επικρατούν στην αγορά και από την κατάσταση του οχήματος. Ένα όχημα που θα έχει εμπλακεί σε τροχαίο θα έχει σαφώς μικρότερη αξία μεταπώλησης σε σχέση με ένα καλά συντηρημένο όχημα. Επίσης, σε περίπτωση που ο οδηγός επιλέξει να κρατήσει το όχημα και με δεδομένο ότι έχει εξοφλήσει το τίμημα της αγοράς, το μηνιαίο κόστος συντήρησης θα περιορίζεται πλέον στην ασφάλεια και στα τέλη κυκλοφορίας – εννοείται και στο καύσιμο.

Στην περίπτωση του leasing, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να καταβάλει «μπροστά» μόνο το ποσό της προκαταβολής, δηλαδή τα 4.100 ευρώ, και τίποτα περισσότερο. Άρα, υπάρχει το πλεονέκτημα της μικρότερης ανάγκης για αρχικό κεφάλαιο. Από εκεί και πέρα, υπάρχει η υποχρέωση μόνο για καταβολή του μηνιαίου τιμήματος και τίποτα περισσότερο (εννοείται και του καυσίμου, μια δαπάνη που είναι δεδομένη είτε μιλάμε για αγορά είτε για μίσθωση). Το κόστος της ασφάλισης, των τελών κυκλοφορίας, των ελαστικών και του σέρβις ενσωματώνεται στο τίμημα. Στη λήξη της τετραετίας, ο οδηγός μένει χωρίς αυτοκίνητο. Αυτό του εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συνάψει μια καινούργια σύμβαση, επιλέγοντας ένα διαφορετικό όχημα που θα καλύπτει τις ανάγκες εκείνης της περιόδου. Εννοείται ότι το ρίσκο πιθανής ζημιάς του δεν το αναλαμβάνει ο ενοικιαστής, αλλά ο ιδιοκτήτης του οχήματος, ο οποίος έχει μεικτή ασφάλεια και σε περίπτωση τροχαίου με δική του υπαιτιότητα επιβαρύνεται μόνο με το ποσό της λεγόμενης «απαλλαγής» (συνήθως 300 ευρώ ανά συμβάν).
Επί της ουσίας, αυτά είναι τα δεδομένα βάσει των οποίων γίνεται η σύγκριση και η λήψη της τελικής απόφασης. Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες λεπτομέρειες που εξαρτώνται από την ιδιότητα του ενδιαφερομένου.


Μπορεί ένα φυσικό πρόσωπο να κάνει σύμβαση leasing; 

Μπορεί, είναι η απάντηση, αρκεί να το επιτρέπουν τα οικονομικά του δεδομένα. Η εταιρεία θα ζητήσει στοιχεία δηλωθέντος εισοδήματος, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανταποκριθεί στην καταβολή του μηνιαίου τιμήματος. Οποιοσδήποτε λοιπόν μπορεί να επιλέξει τη λύση της μίσθωσης. Εννοείται βέβαια ότι η φορολογική νομοθεσία περί τεκμηρίων δεν παύει να εφαρμόζεται και ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να δικαιολογεί με τα εισοδήματά του τα ποσά που καταβάλλει για τα μισθώματα.


Τι συμβαίνει αν το όχημα σας το παραχωρεί η εταιρεία στην οποία εργάζεστε;

Είναι πολύ συνηθισμένο τη σύμβαση για τη μίσθωση του οχήματος να τη συνάπτει η εταιρεία-εργοδότης για λογαριασμό του εργαζομένου. Αυτό, με βάση τη φορολογική νομοθεσία, συνιστά «παροχή σε είδος» και φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία στο όνομα του εργαζομένου. Ακόμη και η εταιρεία να είχε αγοράσει το όχημα, δεν θα άλλαζε κάτι. Ο χρήστης εκτιμάται ότι απολαμβάνει μιας παροχής για την οποία πρέπει να φορολογηθεί. Η φορολογική επιβάρυνση υπολογίζεται βάσει της τιμής λιανικής προ φόρων του οχήματος, αλλά και της παλαιότητάς του. Όσο μεγαλύτερη η αξία του οχήματος, τόσο μεγαλύτερη και η φορολογική επιβάρυνση. Ωστόσο, η νομοθεσία προβλέπει και εξαιρέσεις: η παραχώρηση του εταιρικού οχήματος απαλλάσσεται από τη φορολογία εφόσον παραχωρείται αποκλειστικά για επαγγελματικούς σκοπούς και η τιμή λιανικής προ φόρων δεν υπερβαίνει τα 17.000 ευρώ. Χρήση για επαγγελματικό σκοπό εκτιμάται ότι κάνει ο πωλητής ή ο τεχνικός μιας εταιρείας. Το διευθυντικό στέλεχος, από την άλλη, φορολογείται κανονικά.


Και αν η σύμβαση γίνεται στο όνομα ελεύθερου επαγγελματία;

Ο ελεύθερος επαγγελματίας, ο αυτοαπασχολούμενος, αυτός που διαθέτει ατομική επιχείρηση έχει ένα επιπλέον κίνητρο να καλύψει τις ανάγκες μετακίνησης με ένα μισθωμένο όχημα, καθώς η δαπάνη εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα, μειώνοντας τον φόρο εισοδήματος. Έτσι, αν ένας επαγγελματίας έχει φορολογητέα κέρδη 20.000 ευρώ και αποφασίσει να συνάψει μια σύμβαση leasing με ετήσια δαπάνη 4.000 ευρώ, θα φορολογηθεί στο τέλος του έτους για κέρδη 16.000 ευρώ, γλιτώνοντας τον φόρο που αναλογεί σε αυτά τα 4.000 ευρώ (περίπου 880 ευρώ). Προσοχή: δεν αναγνωρίζεται ως δαπάνη ο ΦΠΑ που αναλογεί, παρά μόνο η καθαρή αξία. Η φορολογική νομοθεσία θέτει ορισμένες προϋποθέσεις: η δαπάνη να αντιστοιχεί σε πραγματική συναλλαγή και να πραγματοποιείται προς το συμφέρον του επαγγελματία. Αν όμως υπάρχει η σχετική πληρωμή μέσω τράπεζας, η εφορία δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη δαπάνη, καθώς η μετακίνηση είναι αυτονόητη ανάγκη ενός επαγγελματία. Το γεγονός ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας εξασφαλίζει μια έκπτωση φόρου δηλώνοντας τα μισθώματα ως επαγγελματική δαπάνη, δεν σημαίνει ότι απαλλάσσεται και από την υποχρέωση να καλύψει το τεκμήριο. Έτσι, αν η σύμβαση παραπέμπει σε μίσθωση, τότε θα πρέπει να δηλώνονται στη φορολογική δήλωση τα μισθώματα που καταβάλλονται σε ετήσια βάση, ενώ, αν η σύμβαση είναι χρηματοδοτική (αυτό σημαίνει ότι στο τέλος της σύμβασης θα παραμείνει στον ελεύθερο επαγγελματία η κυριότητα του αυτοκινήτου), θα πρέπει να δηλώνεται και το ποσό που καταβάλλεται κάθε χρόνο για τη δαπάνη τοκοχρεoλυτικής απόσβεσης των δανείων. Ο ελεύθερος επαγγελματίας που κάνει μια σύμβαση leasing, σε αντίθεση με έναν υπάλληλο εταιρείας που του παραχωρείται ένα όχημα, δεν φορτώνεται με «παροχή σε είδος», κάτι που σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει ενδεχόμενο προσαύξησης του φορολογητέου εισοδήματός του.

Μέρος άρθρου Πηγή: Καθημερινή


Μάνος Κρητικός

Sales Manager

 ONESTOPBUSINESS 2