Επειδή πάντα θέλουμε να ασχολούμαστε πέρα από τις ειδήσεις και με αρθρογραφία για διάφορα επίμαχα θέματα, το σημερινό μας άρθρο θέλει να ασχοληθεί με την έννοια της εύλογης αξίας (Fair Value) και τα stock options.
Εύλογη αξία
Σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ), εύλογη αξία (fair value) είναι η αξία για την οποία ένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ανταλλαγεί ή μια υποχρέωση να διακανονιστεί μεταξύ δύο συμβαλλομένων που ενεργούν με επίγνωση, γνωρίζουν το αντικείμενο της συναλλαγής και η συναλλαγή είναι αντικειμενική και ουδέτερη, δηλαδή γίνεται με όρους αγοράς.
Με την έννοια της εύλογης αξίας έχουμε αλλαγές στην αναγνώριση και αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων των οικονομικών καταστάσεων οι οποίες απευθύνονται σε χρήστες εκτός της διοίκησης της επιχείρησης της επιχείρησης, όπως χρηματοοικονομικούς αναλυτές, πιστωτικά ιδρύματα, πελάτες, προμηθευτές κ.α. Στην έννοια της αναγνώρισης εννοούμε όταν ένα ποσό εμφανιστεί στις οικονομικές καταστάσεις, ενώ αποτίμηση εννοούμε με ποια αξία θα εμφανιστεί αυτό το ποσό στις οικονομικές καταστάσεις.
Η εύλογη αξία θα υπολογιστεί σύμφωνα με μια αξιόπιστη αγοραία αξία και σύμφωνα με τα ΔΠΧΑ η καλύτερη αναφορά για απόκτηση ή υπολογισμό της εύλογης αξίας θα είναι η τιμή που αναφέρεται σε μια ενεργή αγορά. Εάν δεν υπάρχει θα πρέπει να εφαρμόσουμε κατάλληλα μοντέλα αποτίμησης.
Θα αναφερθούμε στους δύο τρόπους ώστε να γνωρίζουμε την εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης:
- Μια εισηγμένη τιμή
Θα πρέπει η αγορά στην οποία αναφέρεται να είναι διαφανής και προβλέψιμη π.χ. η αξία μιας μετοχής που αναφέρεται σε χρηματιστήριο.
- Εκτίμηση βάσει μοντέλων
Όταν η τιμή δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμη, χρησιμοποιείται μια σειρά μοντέλων, ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, για να γίνει η εκτίμηση. Τα μοντέλα αυτά προσπαθούν να λάβουν όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες.
Όταν τα περιουσιακά στοιχεία η εύλογη αξία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αξιόπιστα τότε τα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να αποτιμηθούν στο αποσβεσμένο κόστους τους ή στην τιμή κτήσης τους ή στο κόστος παραγωγής. Τα ίδια ισχύουν όχι μόνο για τα περιουσιακά στοιχεία αλλά και για τις υποχρεώσεις. Οδηγός θα πρέπει να είναι τα λογιστικά πρότυπα.
Ένα μικρό παράδειγμα εύλογης αξίας
Η εύλογη αξία με την πραγματική αξία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Έστω ένα απόθεμα έχει τιμή αγοράς (εύλογη αξία) 12 ευρώ, αλλά μπορεί να μην είναι απαραίτητα η πιο ρεαλιστική αποτίμηση. Επίσης δεν είναι το ίδιο η αποτίμηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων με τα λογιστικά πρότυπα. Η εύλογη αξία σύμφωνα με τα ΔΛΧΠ θα είναι τα 10 ευρώ, αλλά η αποτίμηση ενός περιουσιακού στοιχείου από κάποιον αναλυτή θα μπορούσε να είναι 17 ευρώ.
Δικαίωμα προαίρεσης (stock options)
Όταν αγοράζετε ένα δικαίωμα προαίρεσης, αγοράζετε το δικαίωμα αγοράς ή πώλησης ορισμένου αριθμού τίτλων στο μέλλον σε ορισμένη τιμή. Για παράδειγμα, κάνετε τη συμφωνία να έχετε το δικαίωμα αγοράς 100 συγκεκριμένων μετοχών επί 6 μήνες σε προκαθορισμένη τιμή. Τα δικαιώματα προαίρεσης είναι ένα είδος παραγώγου. Αυτό σημαίνει ότι το προϊόν αντλεί την αξία του από την τιμή του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου. Το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να είναι δείκτης, μετοχή ή ακόμη και εμπόρευμα. Για παράδειγμα, έχετε δικαιώματα προαίρεσης επί δεικτών, όπως τα δικαιώματα προαίρεσης AEX, ή δικαιώματα προαίρεσης επί μετοχών, όπως τα δικαιώματα προαίρεσης ING. Η αξία ενός δικαιώματος προαίρεσης βασίζεται κυρίως στην τιμή αυτής της υποκείμενης αξίας, στην κινητικότητα της υποκείμενης αξίας και στην περίοδο ισχύος της σύμβασης. Υπάρχουν δύο είδη συμβάσεων δικαιωμάτων προαίρεσης, τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς (call options) και τα δικαιώματα προαίρεσης πώλησης (put options). Σε αυτό το άρθρο, θα εξηγήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στα δύο και θα απαντήσουμε σε κάποιες συνηθισμένες ερωτήσεις σχετικά με τα δικαιώματα προαίρεσης.
Η τιμή στην οποία το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να αγοραστεί ή να πωληθεί ονομάζεται «τιμή άσκησης». Είναι επίσης γνωστή ως «τιμή εκτέλεσης». Η τιμή του δικαιώματος προαίρεσης επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ αυτών την τιμή της μετοχής, την κινητικότητα της μετοχής και τη διάρκεια της σύμβασης. Εάν το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο του δικαιώματος προαίρεσης είναι μετοχή, τότε η διαφορά τιμής ανάμεσα στην τιμή της μετοχής και στην τιμή άσκησης καθορίζει την αξία του δικαιώματος προαίρεσης.
- Φορολόγηση δικαιωμάτων προαίρεσης (stock options)
Το δικαίωμα προαίρεσης απόκτησης εισηγμένων και μη εισηγμένων μετοχών που ασκούνται μετά την 1/1/2020 (ανεξαρτήτως πότε χορηγήθηκαν), φορολογούνται ως εισόδημα από υπεραξία με συντελεστή 15% υπό την προϋπόθεση διακράτησης των μετοχών για τουλάχιστον 24 μήνες από την απόκτηση των δικαιωμάτων προαίρεσης και ανεξαρτήτως εάν εξακολουθεί να ισχύει η εργασιακή σχέση.
Για μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο, νέες, μικρές ή και πολύ μικρές επιχειρήσεις ο φορολογικός συντελεστής ορίζεται σε 5%. Απαραίτητη προϋπόθεση να ισχύουν οι εξής όροι:
→ Τα δικαιώματα να έχουν αποκτηθεί εντός πέντε ετών από την σύσταση της εταιρείας
→ Η εταιρεία δεν έχει συσταθεί μέσω συγχώνευσης
→ Οι μετοχές μεταβιβαστούν μετά από την συμπλήρωση 36 μήνες από την απόκτηση των δικαιωμάτων προαίρεσης
Ως υπεραξία (φορολογητέα με 15%) για τις μετοχές των εισηγμένων εταιρειών ορίζεται η διαφορά μεταξύ της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο χρηματιστήριο κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος και της τιμής διάθεσης του δικαιώματος, δηλαδή της προνομιακής τιμής απόκτησης των μετοχών (εργαζομένους κ.τ.λ.).
Για τις μη εισηγμένες μετοχές, ως υπεραξία ορίζεται η διαφορά μεταξύ της τιμής της μετοχής με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας (εσωτερική αξία μετοχής) κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος και της τιμής άσκησης του δικαιώματος δηλαδή την προνομιακή τιμή απόκτησης των μετοχών.
Εάν οι μετοχές διακρατηθούν για διάστημα μικρότερο των 24 και 36 μηνών αντίστοιχα, το εισόδημα φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (παροχή σε είδος) βάσει της ισχύουσας φορολογικής κλίμακας.
Βάσει του άρθρου 42 ΚΦΕ, ο δικαιούχος απαλλάσσεται του φόρου 15%, η πώληση εισηγμένων μετοχών, στην περίπτωση που ο δικαιούχος (πωλητής) συμμετέχει στο κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό μικρότερο του 0,5%.
Τελειώνοντας το άρθρο μας πρέπει να πούμε ότι, κάποιοι μελετητές της λογιστικής υποστηρίζουν ότι η χρήση της λογιστικής της εύλογης αξίας (Fair Value Accounting) συνέβαλε στην αρτιότερη πληροφόρηση των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων, ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι συνέβαλε ως ένα βαθμό στη δημιουργία της χρηματοοικονομικής κρίσης, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επηρέασε βαθύτατα την παγκόσμια οικονομία. Τα συμπεράσματα δικά σας…..
Παναγιώτης Ράγγος
Λογιστής Φοροτεχνικός Α΄ Τάξης - Οικονομολόγος