Οι βασικές επιδιώξεις μιας επιχείρησης σε όποιο κλάδο της οικονομικής δραστηριότητας και αν εντάσσεται είναι το κέρδος και η εξασφάλιση ρευστότητας.
Η κερδοφορία εξασφαλίζεται από τις πωλήσεις εμπορευμάτων, προϊόντων υπηρεσιών αφού αφαιρεθούν έξοδα και αγορές που αφορούν τη λειτουργεία της επιχείρησης, και η οποία απεικονίζεται στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης. Σύμφωνα με τα Ελληνικά λογιστικά πρότυπα ΕΛΠ ν4308/2014 το κέρδος ή η ζημιά αποτυπώνεται ως κονδύλι «Μικτό αποτέλεσμα χρήσης», επίσης ως «Αποτέλεσμα προ φόρων τόκων», «Αποτέλεσμα προ φόρων», αλλά και ως «Καθαρό αποτέλεσμα χρήσης», ανάλογα με το επίπεδο ανάλυσης το μέγεθος της επιχείρησης και σύμφωνα με τα πρότυπα αποτελεσμάτων χρήσης όπως αναφέρονται στα ΕΛΠ.
Η ρευστότητα της επιχείρησης αποτυπώνεται στο ενεργητικό μέρος του ισολογισμού της επιχείρησης και μάλιστα στα κυκλοφορούντα στοιχεία της επιχείρησης. Σύμφωνα με τα ΕΛΠ τα βασικότερα κονδύλια των κυκλοφορούντων στοιχείων είναι τα «Αποθέματα», «Εμπορεύματα», «Α ύλες», «Εμπορικές απαιτήσεις», ¨Επιταγές εισπρακτέες», «Ταμειακά διαθέσιμα & ισοδύναμα». Η παρουσίαση των κυκλοφορούντων αφορά στο επίπεδο ανάλυσης που θέλει η διοίκηση να αποτυπωθεί στον ισολογισμό αλλά και σύμφωνα με τα πρότυπα των ΕΛΠ.
Στα πλαίσια ανάλυσης της ρευστότητας μιας επιχείρησης η αξιολόγηση εμπεριέχει και τα βραχυχρόνια στοιχεία που βρίσκονται στο παθητικό μέρος του ισολογισμού της επιχείρησης.
Γενική ρευστότητα
Υπολογίζεται αν διαιρέσουμε το συνολικό κυκλοφορούν ενεργητικό με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Αποτελεί ένα γενικό μέτρο βραχυπρόθεσμης ρευστότητας (1 έτος), αλλά και βραχυπρόθεσμης φερεγγυότητας της επιχείρησης αφού δείχνει το περιθώριο ασφάλειας στους πιστωτές της. Για να έχουμε καλύτερη αξιολόγηση του δείκτη θα πρέπει να γίνει σύγκριση της τιμής του δείκτη με προηγούμενα χρόνια όπως επίσης να αξιολογηθεί η μεταβολή του δείκτη διαχρονικά, αλλά και με την τιμή του δείκτη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Βέβαια θα πρέπει να αξιολογείτε και ο κλάδος στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση.
Ειδική ρευστότητα
Υπολογίζεται αν από το κυκλοφορούν ενεργητικό αφαιρέσουμε τα αποθέματα και το αποτέλεσμα το διαιρέσουμε με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Δεν περιλαμβάνονται οι μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού και οι μεταβατικοί παθητικού όπως έσοδα επόμενων χρήσεων αφού δεν αποτελούν υποχρέωση αλλά και οι προκαταβολές πελατών αφού δεν αποτελούν υποχρέωση. Ο συγκεκριμένος δείκτης είναι ένα πιο αυστηρό μέτρο αξιολόγησης της ρευστότητας αφού δεν περιλαμβάνονται τα αποθέματα. Για καλύτερη αξιολόγηση της ρευστότητας, θα πρέπει να συνυπολογιστούν ο μέσος χρόνος είσπραξης των απαιτήσεων αλλά και ο μέσος χρόνος εξόφλησης των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων.
Είναι σημαντικό να γίνει σύγκριση της τιμής του δείκτη με προηγούμενα χρόνια και να αξιολογείται η μεταβολή διαχρονικά, αλλά και με την τιμή του δείκτη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Όσο πιο μεγάλο είναι το υπόλοιπο των αποθεμάτων τόσο μεγάλη θα είναι και η διαφορά ανάμεσα στους δείκτες γενικής και ειδικής ρευστότητας.
Ταμειακή ρευστότητα
Υπολογίζεται ως το πηλίκο του λογαριασμού ταμειακών διαθεσίμων & ισοδυνάμων με την πρόσθεση επιταγών εισπρακτέων και γενικά κονδυλίων που μετατρέπονται εύκολα σε ρευστό, προς το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Δεν περιλαμβάνονται οι προκαταβολές πελατών και δεδουλευμένα έξοδα. Η διαχρονική αξιολόγηση του συγκεκριμένου αριθμοδείκτη αποτελεί ένα ακόμα πιο αυστηρό μέτρο αξιολόγησης της ρευστότητας.
Κεφάλαιο κίνησης
Υπολογίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στο κυκλοφορούν ενεργητικό και στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση η διεύθυνση του κεφαλαίου κίνησης της επιχείρησης θα πρέπει να αξιολογήσει την ποιοτική και ποσοτική επάρκεια των στοιχείων που απαρτίζουν τόσο το κυκλοφορούν ενεργητικό όσο και τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να εκτιμήσει το κατάλληλο μείγμα επάρκειας ταμειακών διαθεσίμων και αποθεμάτων ώστε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις και στην κάλυψη των αναγκών των πελατών.
‘Έστω ότι έχουμε την ανάλυση των κυκλοφορούντων στοιχείων μιας εμπορικής επιχείρησης :
ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ |
|
Εμπορεύματα |
3.500,00 |
Πρώτες ύλες και διάφορα υλικά |
1.250,00 |
Προκαταβολές για αποθέματα |
600,00 |
Σύνολο |
5.350,00 |
Εμπορικές απαιτήσεις |
1.800,00 |
Προπληρωμένα έξοδα |
1.500,00 |
Ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα |
8.000,00 |
Σύνολο |
11.300,00 |
Σύνολο κυκλοφορούντων |
16.650,00 |
Επίσης, το κονδύλι των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων :
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ |
|
Εμπορικές υποχρεώσεις |
3.500,00 |
Φόρος εισοδήματος |
1.000,00 |
Λοιποί φόροι και τέλη |
850,00 |
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης |
500,00 |
Έσοδα επόμενων χρήσεων |
850,00 |
Σύνολο |
6.700,00 |
Από τα δεδομένα του παραδείγματος για το έτος 20Χ2 έχουμε τους κάτωθι υπολογισμούς για την ρευστότητα της επιχείρησης
ΓΕΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ |
2,485 |
ΕΙΔΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ |
1,675 |
ΤΑΜΕΙΑΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ |
1,368 |
ΜΕΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ |
31,56757 |
ΜΕΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ |
70,81 |
Ο παρακάτω πίνακας μας δείχνει την χρονική εξέλιξη για τις επιμέρους κατηγορίες ρευστότητας
20Χ0 |
20Χ1 |
20Χ2 |
|
ΚΕΦΑΛΑΛΙΟ ΚΙΝΗΣΗΣ |
9.150 |
8.950 |
9.950 |
ΓΕΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ |
2,10 |
2,30 |
2,485 |
ΕΙΔΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ |
1,40 |
1,55 |
1,675 |
ΤΑΜΕΙΑΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ |
1,10 |
1,24 |
1,368 |
ΜΕΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ |
55,00 |
65,00 |
31,57 |
ΜΕΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ |
65,00 |
55,00 |
70,81 |
Βλέπουμε ότι η εικόνα της ρευστότητας της επιχείρησης είναι γενικά θετική. Η γενική ρευστότητα παρουσιάζει αύξηση 9,52% το έτος 20Χ1 και 18,33% το έτος 20Χ2 έχοντας ως βάση το έτος 20Χ0. Τα αποτελέσματα για τη γενική ρευστότητα μας δείχνουν ότι για το 20Χ1 η επιχείρηση μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της κατά 2,3 φορές και για το 20Χ2 2,485 φορές. Μικρότερη αλλά γενικά αύξηση παρουσιάζει η ειδική ρευστότητα βάσει της οποίας μπορεί η επιχείρηση να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες κατά 1,4 φορές το 20Χ0, 1,55 φορές το 20Χ1 και 1,675 φορές το 20Χ2. Η ταμειακή ρευστότητα εμφανίζει αυξητική πορεία, κάτι που δηλώνει ότι η επιχείρηση έχει ως φιλοσοφία την εξασφάλιση χρηματικών διαθεσίμων για κάλυψη των βραχυχρόνιων υποχρεώσεων της. Επίσης, το κεφάλαιο κίνησης εμφανίζει μια μικρή μείωση 2,18% για το έτος 20Χ1 και μια αύξηση 8,74% έχοντας ως βάση το έτος 20Χ0. Στο έτος 20Χ2 εμφανίζει μικρό μέσο χρόνο είσπραξης απαιτήσεων περίπου στις 32 ημέρες και σχετικά μεγάλο μέσο χρόνο αποπληρωμής υποχρεώσεων περίπου στις 71 ημέρες. Αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση εφαρμόζει σωστή πιστωτική πολιτική έναντι των πελατών της αλλά εισπράττει και πιο γρήγορα χρήματα. Επειδή η αξιολόγηση της ρευστότητας αφορά περιόδους που έχουν ήδη λήξει, καλό θα ήταν να γίνεται αξιολόγηση σύμφωνα και με τις τρέχουσες οικονομικές δραστηριότητες, ελέγχοντας τα υπόλοιπα συγκεκριμένων λογαριασμών ενεργητικού και παθητικού ώστε να εκτιμηθεί καλύτερα η πορεία της επιχείρησης.
Γενικά θα λέγαμε ότι ανάλογα με το αν η επιχείρηση είναι εμπορική, υπηρεσιών ή μικτή, και μορφής ατομική, προσωπική όπως (ΟΕ,ΕΕ), κεφαλαιουχική όπως (ΑΕ,ΕΠΕ.ΙΚΕ), καλό θα ήταν να γίνεται ανα τακτά χρονικά διαστήματα έλεγχος ρευστότητας και επάρκειας κεφαλαίων. Αυτό μπορεί να γίνει με την ανάλυση των αποτελεσμάτων της λογιστικής απεικόνισης συναλλαγών και με τη βοήθεια επαρκών εξωλογιστικών αρχείων, για την κάλυψη βραχυπρόθεσμων ή και έκτακτων υποχρεώσεων.
Σε κάθε περίπτωση η επάρκεια κεφαλαίου κίνησης κρίνεται ως μια θετική εξέλιξη που θα βελτιώσει την βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική θέση της επιχείρησης, χορηγώντας αφενός πιο ευνοϊκούς όρους είσπραξης απαιτήσεων από τους πελάτες της, αφετέρου εξασφαλίζοντας καλύτερους όρους αποπληρωμής υποχρεώσεων.
Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην καθημερινότητα του πολίτη αλλά και επιχειρήσεων εστιάζονται στην διαρκή συρρίκνωση του εισοδήματος εξαιτίας του πληθωρισμού, των αλλεπάλληλων φορολογικών ασφαλιστικών και των υπόλοιπων υποχρεώσεων που έχουν αλλά και γενικά των επιπτώσεων από έκτακτα γεγονότα όπως (πόλεμος, φυσικές καταστροφές). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνονται τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων αφού αυξάνεται το κόστος αγοράς εμπορευμάτων, προϊόντων πρώτων υλών με συνέπεια την αύξηση της τιμής πώλησης και τη μείωση του όγκου πωλήσεων. Επίσης, η χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις είτε για κεφάλαιο κίνησης είτε για περαιτέρω ανάπτυξη της επιχείρησης δεν εξαρτάται μόνο από θετικούς ισολογισμούς και αποτελέσματα χρήσης αλλά και από μια συνολικά αξιολόγηση της πορείας της και σύμφωνα με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς.
Γενικά θα λέγαμε ότι οι αριθμοδείκτες ρευστότητας αποτελούν ένα καλό εργαλείο για την εξαγωγή και ανάλυση συμπερασμάτων σε ότι αφορά τον προσδιορισμό της βραχυχρόνιας οικονομικής θέσης μιας επιχείρησης. Η εξασφάλιση επαρκούς και διαρκούς ρευστότητας δεν εξαρτάται μόνο από την επιστημονική κατάρτιση των υπευθύνων που διαχειρίζονται το κεφαλαίο κίνησης, αλλά και από τις ιδιαίτερες συνθήκες που αφορούν στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον της κάθε επιχείρησης. Η ανάλυση της ρευστότητας θα πρέπει να αξιολογείται και σε συνδυασμό με άλλους αριθμοδείκτες όπως αυτών της αποδοτικότητας, κερδοφορίας. Αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση θα πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στις πηγές εύρεσης κεφαλαίων αλλά και στην αξιοποίηση αυτών. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εξασφάλιση της ρευστότητας θα πρέπει να αποτελεί στόχο της επιχείρησης, αλλά δεν θα πρέπει να έρχεται σε σύγκρουση και με άλλους χρηματοοικονομικούς στόχους όπως είναι η αποδοτικότητα και η κερδοφορία. Για παράδειγμα αν μια εμπορική επιχείρηση προβεί σε διατήρηση υψηλών κυκλοφορούντων στοιχείων, όπως εμπορεύματα ναι μεν αυξάνει τη γενική ρευστότητα μπορεί όμως να μειώσει την κερδοφορία της αφού θα δαπανήσει περισσότερα χρήματα για αγορές εμπορευμάτων και λοιπά έξοδα.
Γιάννης Σκουλάς